- παρακεντητήριο
- το / παρακεντητήριον, ΝΑιατρ. χειρουργικό εργαλείο με το οποίο γίνεται παρακέντηση σε περίπτωση υδρωπικίας ή αφαίρεση τού καταρράκτη τού ματιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρακεντῶ + επίθημα –τήριον (πρβλ. σιωπη-τήριον)].
Dictionary of Greek. 2013.